βιοθεραπευτικός

βιοθεραπευτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την βιοθεραπεία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοθεραπευτικά
τα αντιβιοτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”